- φιλόνεικος
- -ος,-ον + A 0-0-1-0-0=1 Ez 3,7contentious, stubbornCf. WALTERS 1973, 35; →NIDNTT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φιλόνεικος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόνεικος — η, ο / φιλόνεικος, ον, ΝΜΑ (δ. γρφ.) βλ. φιλόνικος … Dictionary of Greek
φιλονεικότερον — φιλόνεικος adverbial comp φιλόνεικος masc acc comp sg φιλόνεικος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικοτέρων — φιλόνεικος fem gen comp pl φιλόνεικος masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικότατον — φιλόνεικος masc acc superl sg φιλόνεικος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονείκως — φιλόνεικος adverbial φιλόνεικος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόνεικον — φιλόνεικος masc/fem acc sg φιλόνεικος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικοτάτοις — φιλόνεικος masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικοτέρους — φιλόνεικος masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικότατος — φιλόνεικος masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονεικότερα — φιλόνεικος neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)